- μαρινάρω
- μαρινάρω, μαρινάρισα βλ. πίν. 55
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μαρινάρω — μαγειρεύω κρέας ή ψάρι με μαρινάτα ώστε να γίνουν νοστιμότερα και να διατηρηθούν περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marinare «ταριχεύω»] … Dictionary of Greek
μαρινάρισμα — το [μαρινάρω] ειδικό μαγείρεμα κρέατος ή ψαριών μέσα σε σάλτσα από ντομάτα, ξίδι, αλεύρι και αλάτι, ώστε να διατηρηθούν περισσότερο και να γίνουν νοστιμότερα … Dictionary of Greek